- χιλιαρχικός
- -ή, -όν, Α [χιλιάρχης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χιλίαρχο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιλιαρχικῆς — χιλιαρχικός of a tribunus militum fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)